-
1 проводка
проводка ж 1) (действие ) η διοχέτευση 2) (провода ) τα σύρματα* * *ж1) ( действие) η διοχέτευση2) ( провода) τα σύρματα -
2 антенна
η κεραίαтелевизионная - της τηλεόρασης, τηλεοπτική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > антенна
-
3 ванты
1. мор. οι πρότονοι (πλ.) 2. стр. τα σύρματα στήριξης, τα σχοινιά αντιστήριξης·Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ванты
-
4 заделывать
1. (отверстия, трещины и т.п.) κλείνω, βουλώνω 2. (в бетон) τοποθετώ (στο σκυρόδεμα) 3. (вход или выход кабельного канала) στεγανοποιώ 4. (жилы кабеля для протягивания) διαμορφώνω (τα σύρματα) 5. (напр. течь) мор. κλείνω/βουλώνω (π.χ. τη διαρροή).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > заделывать
-
5 застропить
ασφαλίζω (φορτίο) με σύρματα (προς ανύψωση).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > застропить
-
6 захват
1. (воды, воздуха, пыли, газа и т п.) η κατακράτηση 2. (механизм, устройство) η λαβή, η αρπάγηвращающийся - полигр. περιστρεφόμενη -челюстной (погрузчика) - με δαγκάνα (του φορτωτή) Захватывание) το άρπαγμα, η αρπαγή4. (взятие силой) το πάρσιμο, η κατάληψη, η κυρίευση 5. с.-х. см. запал II 6. (рлк) о εγκλωβισμόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > захват
-
7 изделие
το προϊόνпрессованные - я πρεσαριστά/συμπιεσμένα - ταювелирные - я τα κοσμήματα, τα χρυσαφικάготовое - έτοιμο -, τελειωμένο -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > изделие
-
8 кабель
το καλώδι/οпитающий - τροφοδότησης/πα-ροχήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > кабель
-
9 конструкция
1. (проект, устройство) η κατασκευ/ήсоздавать - ю с учётом будущих условий эксплуатации σχεδιάζω την - λαμβάνοντας υπ'όψη τις μελλοντικές συνθήκες εκμετάλλευσηςагрегатная - ενοποιημένη -, η μονάδαкрупноблочная - από μεγάλα τμήματα/μπλόκ (ξεν.)2. (строение) η δομή, ο ιστόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > конструкция
-
10 коуш
ο αυλακωτός δακτύλιος, το τεμάχιο σύνδεσηςο δακτύλιος του σκοινιού ή του σύρματοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > коуш
-
11 кранец
мор. το μπαλλόνι, το στρω-μάτσο, το παράβλημαверёвочный - από σκοινιά/σύρματαкормовой - πρυμναίο/πρυμνιό -носовой - πρωραίο/πλωριό -тросовый - см. верёвочный -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > кранец
-
12 молниеотвод
το αλεξικέραυνοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > молниеотвод
-
13 мост
1. стр. η γέφυραвоздушный горн. - η αερογέφυραплавучий - см. наплавной -2. (авто) η γέφυρα, ο άξονας των τροχών των αυτοκινήτων 3. эл. η γέφυρα της ανόρθωσης 4. (планка, на которой укрепляется ряд искусственных зубов) η γέφυρα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > мост
-
14 мундштук
1. тех. το ακροφύσιο 2. муз. τοεπιστόμιο (του μουσικού πνευστού οργάνου)3.(табачная трубка) η πίπα (του τσιγάρου)фильтрующую (в сигаретах) - του φιλτραρίσματος, разг. το φίλτρο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > мундштук
-
15 откатка
1. горн. η μεταφορά (βαγονιών) εντός των στοώνбезрельсовая - χω-ρίς/δίχως ράγες- με άμαξα2. (меховая) η τελική κατεργασία σε τύμπανα με πριονίδια.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > откатка
-
16 передача
1. свз. (передаваемая информация) η μετάδοση, η διαβίβαση, η εκπομπήмногоканальная - των πολλών διαύλων/καναλιώνпробная - в полёте ав. δοκιμαστική - κατά την πτήσηцветная - (тлв.) έγχρωμη -2. (вид излучения) η εκπομπή, η ακτινοβολία 3. (механизм передачи движения) η μετάδοση- зубчатая геликоидальная - см. - зубчатая винтовая - зубчатая планетарная οδοντωτή πλανητική -зубчатая - с внешним{}внутренним{} зацеплением οδοντωτή - με εξωτερική/εσωτερική μετάδοσηканатная - με σύρματα/σχοινιάремённая - με ιμάντα, η ιμαντοκίνηση4. (действие) η μεταβίβασ/η, η μεταφοράбез права - и юр. χωρίς/δίχως δικαίωμα - ης- управления вчт. - του ελέγχου5. физ. η μεταφοράРусско-греческий словарь научных и технических терминов > передача
-
17 такелаж
η εξαρτία, τα ξάρτια, τα άρμενα, η αρματωσιά, τα σύρματα, ο εξοπλισμόςстоячий - τα σταθερά, τα κρεμασμένα (ε)ξάρτιαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > такелаж
-
18 трелёвка
η μεταφορά των κορμών (δέντρων)тракторная - με ελκυστήρες/τρακτέρРусско-греческий словарь научных и технических терминов > трелёвка
-
19 швартов
1. мор. το συρματόσχοινο πρόσδεσης σκάφους, разг. το παλαμάρι 2. -ы мн. мор. τα σύρματα πρόσδεσηςразг. τα παλαμάριαотдать - ы πετώ/δίνω τα -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > швартов
-
20 провод
проводм1. τό σύρμα:говорить по прямому \проводу (ό)μιλώ μέ τό τηλέφωνο ἀπ· εὐθείας'2. \провода́ мн. τά σύρματα.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
σύρματα — σύρμα anything trailed neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύρματ' — σύρματα , σύρμα anything trailed neut nom/voc/acc pl σύρματι , σύρμα anything trailed neut dat sg σύρματε , σύρμα anything trailed neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηλεκτρόλυση — I To φαινόμενο που προκαλεί, ως συνέπεια της διόδου ηλεκτρικού ρεύματος μέσα από ένα διάλυμα, μια μετατόπιση υλικού στις επιφάνειες ασυνέχειας του συστήματος. Το σύστημα στο οποίο αναφερόμαστε μπορεί να θεωρηθεί κατά προσέγγιση ότι διαιρείται σε… … Dictionary of Greek
κεραία — I (Ζωολ.). Αρθρωτό εξάρτημα, με το οποίο είναι εφοδιασμένο το κεφάλι των εντόμων, των μυριαπόδων και των καρκινοειδών. Τα τελευταία φέρουν δύο ζεύγη κ., οι οποίες είναι δισχιδείς, ενώ οι δύο πρώτες ομάδες έχουν μόνο ένα ζεύγος μονοσχιδών κ. Είναι … Dictionary of Greek
μικρόμετρο — Ονομασία δύο οργάνων με διαφορετικά χαρακτηριστικά (οπτικό μ. και τεχνικό μ.), τα οποία χρησιμοποιούνται για τη μέτρηση ακόμα και πολύ μικρών μηκών με μεγάλη ακρίβεια. Το τεχνικό μ. (ελεγκτήρας, πάλμερ, κοχλίας), χρησιμοποιείται πολύ στα… … Dictionary of Greek
αερομοντελισμός — Τεχνική κατασκευής και χρησιμοποίησης αερομοντέλων, δηλαδή μικρών ομοιωμάτων πτητικών συσκευών, τα οποία μπορεί να είναι είτε στατικά, με πιστά αντίγραφα πραγματικών αεροσκαφών σε όλες τις λεπτομέρειες, είτε, το συνηθέστερο, ιπτάμενα. Τα ιπτάμενα … Dictionary of Greek
δαμασκήνωση — Τεχνική διακόσμησης χάλκινων, ορειχάλκινων ή ατσάλινων αντικειμένων με ένθετα, συνήθως πολύτιμα, μέταλλα (χρυσό, άργυρο κ.ά.) διαφορετικού χρώματος. Αφού σχεδιαστούν στην επιφάνεια του αντικειμένου τα μοτίβα, χαράζονται με αιχμηρό εργαλείο ή με… … Dictionary of Greek
κλουβί — Μικρός χώρος για τη διαβίωση πτηνών ή ζώων, μικρού ή μεγάλου μεγέθους, φορητό ή μόνιμο, περιφραγμένο από σύρματα ή ξύλινα ή σιδερένια κιγκλιδώματα. Η κατασκευή του κ., απλή ή ισχυρή, εξαρτάται από το μέγεθος του ζώου για το οποίο προορίζεται. Για … Dictionary of Greek
κουκλοθέατρο — Με αυτό τον όρο εννοούνται σήμερα δύο συγγενικές μορφές θεάτρου ανδρεικέλων· θεατρικές, δηλαδή, παραστάσεις που γίνονται με κούκλες, οι οποίες είτε είναι ολόσωμες, οπότε κινούνται από ψηλά με σύρματα ή με νήματα από λινάρι ή κάνναβη και… … Dictionary of Greek
ταλαντογράφος — Όργανο για τη γραφική ή φωτογραφική αποτύπωση των ταλαντώσεων ηλεκτρικών, μηχανικών ή άλλου τύπου μεγεθών. Ιδιαίτερα απλοί είναι οι μηχανικοί τ., με τους οποίους καταγράφονται οι μηχανικές ταλαντώσεις κατά τον ακόλουθο τρόπο: επί του παλλόμενου… … Dictionary of Greek
ανδρείκελα — Οι μικρές κούκλες που χρησιμοποιούνται στο κουκλοθέατρο. Είναι συνήθως κατασκευασμένες από ξύλο, χαρτόνι ή άλλο υλικό και κινούνται με το χέρι ή τις τραβούν κατάλληλα με κλωστές ή λεπτά σύρματα. Τα α. είναι γνωστά από την αρχαία εποχή και… … Dictionary of Greek